Ετικέτες
πένθος, σωτηρία, Εκκλησία, Ιωάννης Πλεξίδας, Μέγας Βασίλειος, Πλούταρχος, απώλεια, διαχείριση, κακό
Προσφάτως, διάβασα τό ἔργο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου «Ὅτι οὔκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός» (J.-P. Migne, Patrologiae Graeca, 1857, τόμος 31: 329Α-353Α) σέ μετάφραση τοῦ Ἰωάννη Πλεξίδα, τήν ὁποία συνοδεύει σύντομη Εἰσαγωγή καί πολλά, ἐνδιαφέροντα καί χρήσιμα σχόλια (τό βιβλίο εἶναι τό ἀκόλουθο: Μέγας Βασίλειος, Γιατί ὑπάρχει τό κακό στόν κόσμο; Εἰσαγωγή-Μετάφραση-Σχόλια Πλεξίδας Ἰωάννης, Τρίκαλα: Ἐκδόσεις Γραφή, Νοέμβριος 2023).
Στό σύντομο αὐτό κείμενό του ὁ Μέγας Βασίλειος πραγματεύεται σφαιρικά τό πρόβλημα τοῦ κακοῦ καί τῆς ὑπάρξεώς του στόν κόσμο καί θέτει τίς βάσεις γιά μία ὀρθόδοξη προσέγγιση. Πλῆθος γεγονότων δίνουν συνεχῶς ἀφορμές γιά συζήτηση σέ αὐτό τό θέμα. Μάλιστα, ἀπό τήν ἐμπειρία στήν ἐκπαίδευση γνωρίζουμε ὅτι ἐνδιαφέρει ἰδιαιτέρως τούς νέους, καθώς ἡ καθημερινότητα τούς φέρνει ἀντιμέτωπους μέ τήν παρουσία τοῦ κακοῦ στή ζωή καί αὐτό τούς κάνει νά ἀποροῦν ἀρνούμενοι νά δεχθοῦν ὅτι ὁ Θεός, πού ὅλοι τούς λέμε πού ὅλοι τούς λέμε ὅτι εἶναι ἀγαθός, ὁδήγησε τόν ἄνθρωπο σέ τόσο δύσκολες καταστάσεις ὅσο αὐτές πού ἀδιάκοπα ἀντικρύζουν γύρω τους. Αὐτή ἡ διαπίστωση τούς ὁδηγεῖ σέ σύγχυση καί τούς ἀφήνει μέ ἀναπάντητες ἀπορίες ἤ, ἀκόμη χειρότερα, στό τέλος ἀποδέχονται τήν ὑποτιθέμενη εὐθύνη καί ὑπαιτιότητα τοῦ Θεοῦ….
Πράγματι, ἀγαθός Θεός καί κακό εἶναι ἀσυμβίβαστα μεταξύ τους. Ὁ μεταφραστής καί σχολιαστής τοῦ βιβλίου, Ἰωάννης Πλεξίδας, σέ σύντομη, ἀλλά πολύ περιεκτική καί κατατοπιστική Εἰσαγωγή βοηθᾶ τόν ἀναγνώστη, καί μάλιστα αὐτόν πού δέν γνωρίζει τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία σχετικά μέ τό κακό, νά ἐγκλιματιστεῖ καί νά ξεκινήσει τή μελέτη τοῦ ἔργου τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἀπό τή σωστή ἀφετηρία.
Αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό διότι, ἡ ἄγνοια τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας καί ἐν προκειμένῳ τῆς ἀνθρωπολογίας ὁδηγεῖ, τήν πλειονότητα σέ λογικά, μά ἐσφαλμένα, συμπεράσματα. Μέ τά λίγα πού τυχόν γνωρίζουν εὔκολα κάνουν τόν ἀκολουθο συλλογισμό:
Ὁ Θεός δημιούργησε τόν Κόσμο.
Τό κακό ὑπάρχει στόν κόσμο.
Ἄρα ὁ Θεός δημιούργησε τό κακό.
Λογικό τό συμπέρασμα, ἀλλά ἐντελῶς λάθος!
Τό δεδομένο πού σχεδόν ποτέ δέν προσμετρᾶται στήν ἐξίσωση εἶναι ὅτι κατά τήν Ἁγία Γραφή, ἡ ὁποία μᾶς μεταφέρει μέ θεόπνευστο τρόπο τή ζωντανή ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Θεός δημιούργησε τόν Κόσμο «καλό λίαν» ἀπό ἀγάπη. Σέ αὐτόν τόν ἀψεγάδιαστο Κόσμο οἱ Πρωτόπλαστοι ζοῦσαν μέ ἀπολύτως ἄμεση ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό, ἦταν τά παιδιά Του.
Δυστυχῶς, κάποια στιγμή τά πράγματα, πάντως ὄχι μέ ὑπαιτιότητα τοῦ Θεοῦ, ἄλλαξαν καί, σιγά σιγά, ἔφτασαν στή ζοφερή κατάσταση πού γνωρίζουμε σήμερα… Οἱ Πρωτόπλαστοι γεύτηκαν τόν ἀπαγορευμένο καρπό, ἐπιλέγοντας τή ζωή μακριά ἀπό τόν Θέο καί τήν ἀγάπη τους. Ἔτσι, τό κακό εἰσῆλθε στόν Κόσμο, ὁ ὁποῖος πλέον ἔγινε ξένος καί ἐχθρικός.
Διαβάζοντας τίς λίγες αὐτές γραμμές ἀμέσως ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ὁ Θεός δέν δημιούργησε τό κακό. Δέν εἶναι ὑπεύθυνος γι᾿ αὐτό. Τό λεπτό σημεῖο σέ ὅλη αὐτή τή συζήτηση εἶναι ὅτι γιά τόν Θεό ὁ ἄνθρωπος ἦταν τόσο σημαντικός πού τοῦ ἔδωσε τό δικαίωμα στήν ἐλευθερία. Βέβαια, ἡ ἐλευθερία, πού γιά πλῆθος ἀνθρώπων ἦταν, εἶναι καί, δυστυχῶς, θά παραμείνει, ζητούμενο, συνοδεύεται ἀπό ἕνα μεγάλο μειονέκτημα, πού στήν πραγματικότητα, εἶναι πλεονέκτημα καί τήν διακρίνει ἀπό τήν ἔλλειψή της: κάθε ἐπιλογή πού γίνεται συνοδεύεται ἀπό συνέπειες. Αὐτές στήν πραγματικότητα ὑπογραμμίζουν τή μοναδική της ἀξία!
Ἔτσι, καί ἡ ἐπιλογή τῶν Πρωτοπλάστων νά ἀγνοήσουν τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ καί νά γευτοῦν τόν ἀπαγορευμένο καρπό εἶχε συνέπειες… Δέν θά ἦταν δυνατόν νά γίνει ἀλλιῶς, ὅσο καί ἄν αὐτό μᾶς φαίνεται σκληρό καί δύσκολο! Μία ἀπό αὐτές ἦταν ἡ ἐμφάνιση τοῦ κακοῦ καί τῶν συνεπειῶν του στόν κόσμο μας. Μάλιστα, μέχρι τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου οἱ συνέπειες αὐτές ἦταν ὄχι μόνο φοβερές, ἀλλά καί ἀδύνατο νά ἀναιρεθοῦν. Αὐτό ἄλλαξε μέ τήν Ἀνάσταση. Ὁ ἄνθρωπος πλέον μπορεῖ νά ἐπανέλθει στήν παραδείσια κατάσταση στήν ὁποία ζοῦσαν οἱ Πρωτόπλαστοι. Αὐτό τό κατόρθωσαν οἱ Ἅγιοι!
Ὁ Μέγας Βασίλειος λοιπόν, βῆμα βῆμα, παρουσιάζει τό θέμα αὐτό καί ξεκαθαρίζει κάθε πτυχή του θεωρώντας δεδομένο, αὐτό πού πολλές φορές ξεχνᾶμε: τό κακό, ἄν καί δέν ἔχει ὕπαρξη (οὐσιαστικά εἶναι ἡ ἀπουσία τοῦ ἀγαθοῦ) τό συναντᾶμε σέ κάθε μας βῆμα. Δέν ὑπάρχει περίπτωση κάποιος νά ζήσει στή γῆ μας καί νά μείνει ἀλώβητος ἀπό τό κακό. Ὅσο ἀγωνίζεται κάποιος πνευματικά, μέσα στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ἀντιλαμβάνεται πρῶτα ὅτι εἶναι συνυφασμένο μέ τήν καθημερινότητά μας κι ἔπειτα ὅτι ὁ Θεός ἐπιτρέπει θλίψεις καί δοκιμασίες, ἀνάλογα μέ τήν πίστη πού διαθέτει καθένας μας.
Ἔτσι, ὅπως λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, ἄν ἔχουμε πίστη θά δοῦμε τίς δοκιμασίες στό σωστό πλαίσιο καί δέν θά κατηγορήσουμε τόν Θεό γι᾿ αὐτές! Ἀντιθέτως, θά στραφοῦμε πρός Αὐτόν γιά νά τίς ἀντιμετωπίσουμε καί νά τίς ξεπεράσουμε.
Τό νά ἀποδώσουμε εὐθύνη στόν Θέο γιά τό κακό εἶναι σαφής ἔνδειξη ἀφροσύνης. Μάλιστα, σέ αὐτό τό θέμα ἐπιμένει ἀντιλαμβανόμενος, ὅτι εἶναι πολύ συνηθισμένο νά θολώνει ἡ κρίση κάποιου ὁ ὁποῖος βρίσκεται σέ θλίψη χωρίς τή δέουσα πίστη. Κατά συνέπεια σφάλλει στήν ἀπόδοση εὐθυνῶν.
Ὁ Ἅγιος ταυτίζει ὅποιον θεωρεῖ τόν Θέο ὑπεύθυνο γιά τό κακό μέ ὅποιον Τόν ἀρνεῖται παντελῶς καί εἶναι ἄθεος. Καί οἱ δύο, καθένας μέ τόν τρόπο καί τή στάση του, Τόν ἀκυρώνουν. Χαρακτηρίζει καί τούς δύο «ἄφρονες» καί τονίζει ὅτι ἡ ἁμαρτία καί τῶν δύο εἶναι ἴδια, διότι, σέ τελική ἀνάλυση, καί δύο ἀρνοῦνται τόν ἀγαθό Θεό, ὁ ἄθεος μέ τό νά ὑποστηρίζει ὅτι δέν ὑπάρχει κι ἐκεῖνος πού τόν θεωρεῖ αἴτιο γιά τό κακό μέ τό νά διακηρύσσει ὅτι, ἄν καί ὑπάρχει, δέν εἶναι ἀγαθός. Ἕνας μή ἀγαθός Θεός, γιά τόν Ἱεράρχη, δέν εἶναι Θεός.
«Ἀρχή καί ρίζα τῆς ἁμαρτίας εἶναι τό ἐφ᾿ ἡμῖν καί τό αὐτεξούσιο» γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος. Ὁ ὅρος «ἐφ᾿ ἡμῖν», ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Ἰωάννης Πλεξίδας, προέρχεται ἀπό τή στωική φιλοσοφία καί ἀναφέρεται στίς καταστάσεις τοῦ βίου πού ἐξαρτῶνται ἀπό ἐμᾶς. Τό κομβικό σημεῖο στή συζήτηση γιά τό κακό εἶναι νά συνειδητοποιήσουμε τή δική μας κεφαλαιώδους σημασίας εὐθύνη. Σέ ἕναν ὑποθετικό κόσμο πού θά βασίλευε ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον, πού θά τόν σεβόμασταν καί δέν θά κάναμε πόλεμο γιά νά ἀποκτήσουμε ὅ,τι θεωροῦμε πῶς ἔπρεπε νά ἔχουμε, πού θά φροντίζαμε τήν Κτίση καί θά τήν ἀξιοποιούσαμε μέ σύνεση καί ἀγάπη, θά ὑπῆρχε χῶρος γιά τό κακό;
Βέβαια, τό κακό, παραδείγματος χάριν μέ τή μορφή τῆς ἀσθένειας καί τοῦ θανάτου, δέν πρόκειται νά χαθεῖ παρά μόνο μετά τή Δευτέρα Παρουσία, ὅταν ὁ Κόσμος θά ἀνακαινιστεῖ. Μέχρι τότε ἡ ἀγάπη καί ἡ συνεχής Πρόνοια τοῦ Θεοῦ μᾶς προστατεύει ἀπό περισσότερα δεινά καί ἀδιάκοπα μᾶς στέλνει μηνύματα ὥστε νά καταλάβουμε ὅτι μᾶς συμφέρει νά χρησιμοποιοῦμε τήν ἐλευθερία μας γιά νά πράττουμε τό ἀγαθό.
Ὁ Μέγας Ἱεράρχης ἐπισημαίνει ὅτι πράττοντας τό κακό, ἐθιζόμαστε σέ αὐτό καί σιγά σιγά κυριαρχεῖ στήν ψυχή καί στή ζωή μας. Συνεχίζει λέγοντας πῶς πολλές φορές θεωροῦμε κακό ὅ,τι εἶναι ἐπίπονο καί ὀδυνηρό ξεχνώντας ὅτι μέσα στή σοφία τοῦ Θεοῦ αὐτά λειτουργοῦν ὡς μέσα τῆς σωτηρίας καί τῆς πορείας πρός τίς ἔσχατες ἡμέρες. Διαβάζουμε ἐπίσης τή θέση ὅτι ὁ θάνατος περιορίζει τό κακό, καθώς διακόπτει σέ πολλές περιπτώσεις τήν ἁλυσίδα διαιωνίσεώς του.
Μέ πολλές ἀναφορές, πολλά παραδείγματα καί ἐκτενῆ ἀνάλυση ὁδηγεῖται στό συμπέρασμα ὅτι ἀκολουθώντας τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία θά κατορθώσουμε νά ἐκμηδενίσουμε τίς συνέπειες τοῦ κακοῦ. Τό κυρίως κακό εἶναι ἡ ἁμαρτία. Βέβαια, τό κακό θά μᾶς συνοδεύει μέχρι τίς τελευταῖες στιγμές τῆς ζωῆς μας… Σκοπός καί στόχος μας εἶναι νά μήν μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τή σωτηρία. Γι᾿ αὐτό ὀφείλουμε νά χρησιμοποιήσουμε τήν προαίρεσή μας καί νά ἀγωνιζόμαστε πάντοτε νά πράττουμε τό ἀγαθό.
Μαζί μέ τό ἔργο γιά τό κακό, ὁ Ἰωάννης Πλεξίδας ἔθεσε σέ κυκλοφορία καί μία δεύτερη ἐργασία του. Σέ αὐτήν, ἀκολουθώντας τόν τύπο τῆς πρώτης, μεταφράζει καί σχολιάζει μία ἐπιστολή τοῦ Πλουτάρχου καί ἕνα κείμενο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου σχετικά μέ τό πένθος καί τήν ἀπώλεια, καθώς καί τή διαχείρισή τους (τό βιβλίο εἶναι τό ἀκόλουθο: Πλούταρχος – Μέγας Βασίλειος, Παρηγορητικοί Λόγοι. Γιά τή διαχείριση τοῦ πένθους καί τῆς ἀπώλειας, Εἰσαγωγή-Μετάφραση-Σχόλια Πλεξίδας Ἰωάννης, Τρίκαλα: Ἐκδόσεις Γραφή, Νοέμβριος 2023).
Τό θέμα καί πάλι εἶναι πολύ ἐνδιαφέρον καί ἄμεσα σχετιζόμενο μέ τό κακό καί τήν παρουσία του στή ζωή μας. Θά μπορούσαμε, μάλιστα, νά ὑποστηρίξουμε ὅτι πρόκειται γιά μία πτυχή τοῦ πρώτου.
Διαπιστώνουμε ὅτι ὁ Πλούταρχος παρηγορεῖ τή σύζυγό του γιά τήν ἀπώλεια τοῦ τέκνου τους ἐκλογικεύοντας τό πρόβλημα. Χρησιμοποιεῖ λογικά ἐπιχειρήματα, τήν ἐπαινεῖ γιά τήν ἀποφυγή ὑπερβολικῶν ἐκδηλώσεων πένθους καί, γενικά στό κείμενό του, κυριαρχεῖ τάση ἀποστασιοποιήσεως, ἄν καί δέν παρουσιάζεται ψυχρός καί ἀδιάφορος. Ὁ ἀναγνώστης νιώθει ὅτι ὁ συγγραφέας ὀχυρώνεται πίσω ἀπό τή λογική γιά νά ἀντιμετωπίσει τόν πόνο καί τή θλίψη. Ἡ ἀγάπη πρός τό νεκρό παιδί ἐκφράζεται μέ φιλοσοφική ἀπάθεια. Δέν πρέπει νά λησμονοῦμε ἐξάλλου ὅτι ἡ «ἀπάθεια» ἦταν ἰδανικό γιά τούς στωικούς. Μάλιστα, πάσχιζαν σέ ὅλη τή ζωή τους νά τήν κάνουν πράξη.
Ἀπό τήν ἄλλη ὁ Μέγας Βασίλειος, μέ ζεστασία καί γλυκύτητα γράφει γιά τόν θάνατο, στέλνοντας δύο ξεχωριστές ἐπιστολές παρηγοριᾶς, μέ πολύ σεβασμό καί διάκριση, μία πρός τόν πατέρα καί μία πρός τή μητέρα τοῦ νεκροῦ παιδιοῦ. Ἀντιμετωπίζει τόν θάνατο ὄχι ὡς ἀφανισμό καί παντοτινή ἀπώλεια, ἀλλά ὡς προσωρινή λύση τῆς ἑνότητας ψυχῆς καί σώματος. Σέ αὐτό τό πλαίσιο ὁ χῶρος ταφῆς καλεῖται κοιμητήριο καί ὄχι νεκροταφεῖο, γεγονός πού ὄχι μόνο δείχνει τή στάση τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στόν θάνατο, ἀλλά μέ λεπτότητα περνᾶ αὐτή τή διδασκαλία στήν καθημερινή ἐπικοινωνία. Καί αὐτός χρησιμοποιεῖ λογικά ἐπιχειρήματα γιά νά πείσει, ἀλλά τό πράττει μέ εὐγένεια ψυχῆς, ἀγάπη καί γλυκύτητα λόγων, ἡ ὁποία δέν εἶναι τυχαία, ἀλλά ἔχει ἀφετηρία τήν πίστη του στήν Ἀνάσταση.
Ὑπογραμμίζει, κάτι πού δυστυχῶς συχνότατα λησμονοῦμε: ὅτι ἐμεῖς καί τά παιδιά μας εἴμαστε θνητοί. Εἷναι μία ἀλήθεια σκληρή, μία πραγματικότητα γιά τήν ὁποία δέν εὐθύνεται ὁ Θεός, ἀλλά εἶναι ἀναπότρεπτη.
Καί οἱ δύο μικροί τόμοι ἔχουν πολλές ἀρετές. Ὡς πρώτη μᾶλλον πρέπει νά σημειώσουμε τήν πιστή, σέ ρέουσα γλῶσσα, μετάφραση, ἡ ὁποία συμβαδίζει μέ τό πρωτότυπο κείμενο, σέ δύο στῆλες, προσφέροντας στόν ἀναγνώστη τή δυνατότητα νά ἀνατρέχει συνεχῶς στή μία ἤ στήν ἄλλη, κατά τήν ἐπιθυμία του. Πολλές καί ἀπολύτως κατατοπιστικές οἱ ὑποσημειώσεις, σχόλια, πού ὑποστηρίζουν τό κείμενο καί βοηθοῦν τόν ἀναγνώστη νά συλλάβει πολλές πτυχές του. Σπουδαιότατη ἡ προσθήκη τῶν βιβλικῶν παραπομπῶν, δίνουν τό ἀναγκαῖο στίγμα καί ἀποτελοῦν ἀφετηρία γιά περαιτέρω μελέτη. Τά παραθέματα ἀρχαίων χωρίων στά σχόλια, διευκρινιστικά καί διασαφιστικά τῶν ἐννοιῶν, ἀλλά, μέ δεδομένη τή γλωσσική δυσκολία πολλῶν ἀπό αὐτά, δέν θά ἦταν περιττό νά ὑπάρχουν μετάφράσεις τους.
Τά δύο αὐτά βιβλία –ἄριστη ἐπιλογή τοῦ Ἰωάννη Πλεξίδα ἀπό τόν πλοῦτο τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί θύραθεν γραμματείας– ἀποτελοῦν καρπό μαζί μέ πολλούς ἄλλους τῆς γραφίδας του καί δίνουν ἀπαντήσεις σέ καίρια ἐρωτήματα πού ἀπασχολοῦν διαχρονικά τόν ἄνθρωπο καί τόν φέρνουν σέ ἐπαφή μέ τή σοφία τῆς ἀρχαιότητας καί τῆς πατερικῆς παραδόσεως.
Ἀνάλογες προσπάθειες εἶναι ἐπιθυμητές, ἀναγκαῖες καί χρήσιμες σέ ἐπιστημονικό ἐπίπεδο, καθώς, παρά τήν ἁπλότητα καί τήν προσπάθεια ἐκλαΐκευσης, διαφυλάσσεται ἀλώβητη ἡ ἐπιστημονική ἀκρίβεια. Παραλλήλως, βοηθοῦν τόν μέσο ἀναγνώστη ἐπειδή μέ ἁπλό, σαφῆ καί κατανοητό τρόπο προσφέρουν πρωτότυπο ὑλικό –σχετικά ἄγνωστο σέ αὐτόν– πού ὅμως μπορεῖ νά ἀλλάξει τή ζωή του καί νά του δώσει ἀπαντήσεις πολλαπλῶς ὠφέλιμες γιά τήν καθημερινότητα πού εἶναι σκληρή καί ἐπώδυνη.