Πάντα κινούσε την περιέργειά μου το ότι η κατάληξη ενός θέματος, της προσκύνησης ή όχι των ιερών εικόνων που, επιφανειακά τουλάχιστον, δεν σχετίζεται με την πίστη μας θεωρήθηκε τόσο σημαντική ώστε να ταυτιστεί με αυτό η έννοια της Ορθοδοξίας. Η απάντηση είναι ότι η Εικονομαχία δεν ήταν μία διαμάχη γύρω από τις εικόνες καθεαυτές, αλλά μία προσπάθεια θρησκειοποίησης της Εκκλησίας. Οι εικονομάχοι με τη στάση τους και για ένα πλήθος λόγων αρνήθηκαν, κατ’ ουσίαν, τη δυνατότητα της σωτηρίας, καθώς απέρριψαν τη Σάρκωση του Λόγου.
Η «αλήθεια του ευαγγελίου» έπρεπε να προσαρμοστεί στις επιταγές των αυτοκρατόρων. Η εικόνα του Χριστού που βρισκόταν στη Χαλκή Πύλη έπρεπε να αποκαθηλωθεί και η απεικόνιση του Σαρκωμένου Λόγου να απαλοιφθεί. Τι φανερώνουν αυτές οι κινήσεις; Οι Ίσαυροι επεδίωκαν να συστήσουν τη δική τους θρησκεία αρνούμενοι την Εκκλησία.
Ο άνθρωπος από την έξοδό του από τον Παράδεισο και εξής προσπαθεί να ανασυστήσει τη σχέση με το Δημιουργό του. Στην προσπάθειά του αυτή έπλασε ένα πλήθος θεοτήτων, και των δύο φύλων, οι οποίοι ανταποκρίνονταν στις επιθυμίες του. Θαύμαζε τη δύναμη: Δίας, θαύμαζε την ομορφιά: Αφροδίτη, τον τρόμαζε η ένταση της τρικυμίας: Ποσειδών, εντυπωσιαζόταν από τη σοφία: Αθηνά. Αντιστοίχως σε άλλους λαούς, όπου ανάλογα με τις κοινωνικές, πολιτικές, πολιτιστικές και πνευματικές προϋποθέσεις τους δημιουργούνται πολλές διαφορετικές θρησκείες, οι οποίες, μάλιστα, αντιμάχονται μεταξύ τους προκαλώντας πόνο και θλίψη.
Όλες αυτές οι περιπτώσεις δημιουργήθηκαν από τον άνθρωπο για να καλύψουν κάποιες ανάγκες του. Η πορεία τους είναι από τη γη προς τον ουρανό. Ο άνθρωπος ανάλογα με τις δυνάμεις του φτιάχνει θεούς στα μέτρα του για να τον προστατεύσουν, για να τον στηρίξουν, για να τιμωρήσει τους εχθρούς του, για να βοηθήσει τους φίλους του, για να αιτιολογήσει τις πράξεις ή ακόμη και τα εγκλήματά του. Αυτή η κίνηση που αφορμάται από τη γη και οδηγεί σε μία δύναμη που την χαρακτηρίζουμε «υπερβατική», αλλά στην πραγματικότητα δεν υπάρχει παρά μόνο στη διάνοιά μας, είναι η ΘΡΗΣΚΕΙΑ. Είναι αυτονόητο ότι αυτού του είδους οι θεοί, πλάσματα δικά μας, κουβαλούν τις αδυναμίες, τα πάθη, τα λάθη μας και νομιμοποιούν τις εκφράσεις του εγωϊσμού μας. Οι θεότητες αυτές είναι ξένες, άγνωστες, απομακρυσμένες από εμάς. Απαιτούν την προσφορά λατρείας εκ μέρους μας διότι σε αντίθετη περίπτωση θα πάψουν να υφίστανται. Προσπαθούν με «γραώδεις μύθους» αιτιολογήσουν την παρουσία τους στις ζωές και στις συνειδήσεις μας. Με «σεσοφισμένους μύθους» αγωνίζονται να υποκαταστήσουν το λόγο της αληθείας.
Ως αντίβαρο σε όλες αυτές τις απέλπιδες και ανούσιες προσπάθειες έχουμε την επιθυμία του ίδιου του Θεού να φανερωθεί στον άνθρωπο και να του αποκαλύψει το μεγαλείο Του, ώστε, θελγόμενος από την αγάπη και την ελευθερία Του, να κινηθεί προς Αυτόν και να τον ΓΝΩΡΙΣΕΙ.
Σε ποιο χώρο μπορεί να γίνει αυτή η γνωριμία; Στο χώρο της Εκκλησίας. Εκεί όπου το κτίσμα συναντά τον κτίστη του και ο Κτίστης αυτοαποκαλύπτεται με αγάπη και ελευθερία. Μετά την πτώση ο Θεός ξεκινά μία προσπάθεια να πείσει τον κατ’ εικόναν Του πλασμένο άνθρωπο να τον ξανααγαπήσει, να τον αναζητήσει με το σωστό τρόπο και, εν τέλει, να επανέλθει στην παραδείσια μακαριότητα. Το σχέδιο αυτό της σωτηρίας, περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και την ενσάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού με την προοπτική, εισερχόμενος Αυτός στην κτιστή πραγματικότητα, να την ανακαινίσει, να την μεταμορφώσει, να την ΣΩΣΕΙ.
Σε αυτό το πλαίσιο ιδρύθηκε η Εκκλησία, η οποία αποτελεί την αιώνια παρακαταθήκη του Θεού προς το πλάσμα Του. Με την παροχή δια των μυστηρίων της θείας χάριτος θεμελιώνει, τουλάχιστον για όποιον ανταποκρίνεται σε αυτή την πρόσκληση, μία άρρηκτη και ισχυρή σχέση. Ταυτόχρονα αγιάζει την κτίση και την κάνει για μία ακόμη φορά Παράδεισο. Η χάρις του Αγίου Πνεύματος αν και δεν μας απομακρύνει από τον κόσμο μας «τηρεί εκ του πονηρου».
Στα πλαίσια της ορθόδοξης θεολογίας «πίστη» δεν είναι η κοινή αποδοχή κάποιων θεμελιωδών θέσεων, κάποιου καταστατικού χάρτη. Πίστη είναι η εμπιστοσύνη του ανθρώπου προς το Θεό. Η πίστη δεν σχετίζεται με διανοητικής μορφής συμφωνία αρχών, αλλά με την πρόγευση της εμπειρίας του Παραδείσου. Το «πιστεύω» για την Εκκλησία δεν σημαίνει αποδοχή δογμάτων ως κανόνων που πρέπει να τηρηθούν, αλλά λειτουργεί ως οριοθέτηση των ορίων, των πλαισίων της ΑΛΗΘΕΙΑΣ. Η Εκκλησία είναι ο φορέας της γνήσιας εμπειρίας του κόσμου για τον Χριστό. Μέρος αυτής της σώζουσας εμπειρίας έχει καταγραφεί στην Αγία Γραφή, κατά δήλωση των αποστόλων «ὃ ἑωράκαμεν καὶ ἀκηκόαμεν, ἀπαγγέλλομεν καὶ ὑμῖν» «ἐπόπται γενηθέντες τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος». Αυτή την εμπειρία μεταφέρει σε όλους μας η Εκκλησία ακόμη και σήμερα σκορπίζοντας άκτιστη θεία χάρη δια των μυστηρίων της.
Από τα παραπάνω αντιλαμβανόμαστε τη χαώδη διαφορά ανάμεσα στη θρησκεία (ανθρώπινο κατασκεύασμα) και στην Εκκλησία (θεμελιωμένη από το Θεό δυνατότητα για ένωση μαζί Του).
Οι εικονομάχοι αυτοκράτορες αγνοώντας τι είναι η Εκκλησία και η παράδοσή της προσπάθησαν να τον προσαρμόσουν στα μέτρα και τις επιθυμίες τους. Προσπάθησαν να «εκσυχρονίσουν» τη θεολογία απορρίπτοντας τη δυνατότητα εξαγιασμού της ύλης. Για το λόγο αυτό απέρριψαν τις εικόνες, οι οποίες, δεν πρέπει να το λησμονούμε, εικονίζουν όχι μία ανθρώπινη μορφή, μία εμπνευσμένη ζωγραφιά αλλά το Σαρκωμένο Λόγο ή τη θεωμένη ανθρώπινη φύση του κάθε Αγίου. Με τη στάση τους αρνήθηκαν τη δυνατότητα η άκτιστη χάρη του Θεού, η οποία διεχέεται στον κόσμο με τα μυστήρια, να αγιάζει, όχι μόνο τον άνθρωπο, αλλά και την ύλη. Η απεικόνιση του Χριστού διαφημίζει αυτή τη διάσταση του σωστικού έργου του Κυρίου.
Για το λόγο αυτό η αντίδραση της Εκκλησίας ήταν οξεία. Οι μοναχοί, πολλοί από τους οποίους ήταν φορείς της θείας χάριτος πρωτοστάτησαν σε αυτή. Πώς ήταν δυνατό να μην εικονίζουν αυτόν που αγαπούσαν, Αυτόν ο οποίος έγινε άνθρωπος και με το θάνατο και την ανάστασή Του έσωσε τον Αδάμ από τη φθορά; Πώς ήταν δυνατό να δεχθούν ως ειδωλολατρεία την προσκύνηση των εικόνων όταν σε αυτή προσκυνούσαν όχι έναν άνθρωπο ούτε μία ιδέα, αλλά τη δυνατότητα του κτιστού (δημιουργημένου) να μετέχει στο άκτιστο (αδημιούργητο); Πώς ήταν δυνατό να αρνηθούν την προοπτική της ενώσεως κτιστού και ακτίστου;

Τη στάση των θεουμένων μοναχών ακολούθησαν οι λοιποί ποιμένες και ο πιστός λαός, καθώς αντιλαμβάνονταν και κατανοούσαν την αντίδραση των πρώτων απέναντι στις αυτοκρατορικές αυθαιρεσίες.
Σε αυτό το πνεύμα διαφοροποιήσεως έναντι όσων προσπαθούσαν να μετατρέψουν την Αποκάλυψη του Θεού σε ανθρώπινο κατασκεύασμα εντάσσονται και οι αναθεματισμοί του Συνοδικού της Ορθοδοξίας.
Αναφέρονται σε αυτούς οι οποίοι ενώ είναι μέλη της Εκκλησίας αποδέχονται ως πίστη τους τα διδάγματα των αρχαίων φιλοσόφων σχετικά με την προΰπαρξη της ψυχής, το αυθυπόστατο της ύλης, την απουσία διάκρισης κτιστού-ακτίστου, τη δημιουργία του κόσμου από προϋπάρχουσα ύλη και άλλα σχετικά.
Είναι σημαντικό να τονίσουμε, για να αντιληφθούμε τον τρόπο με τον οποίο κινείται η Εκκλησία, ότι δεν αναθεματίζονται τα κείμενα καθεαυτά, αλλά οι χριστιανοί που τα έχουν κάνει πίστη τους. Δεν απαγορεύεται η μελέτη τους, αλλά ελέγχεται πιθανή ενσωμάτωσή τους στην πίστη των ορθοδόξων.
Σαφέστατα, η Εκκλησία, με τη γιορτή της Ορθοδοξίας και το κείμενο του Συνοδικού, στέλνει σε όλους το μήνυμα της αποφυγής αλλοιώσεως της Αποκαλύψεως του Θεού. Σε περίπτωση που συνέβαινε κάτι τέτοιο, όπως προσπάθησαν να πράξουν οι εικονομάχοι, η πίστη που θα παραδιδόταν στους κατοπινούς δε θα ήταν θεϊκή Αποκάλυψη, αλλά έργο των σοφών του ελληνισμού ή της ρωμαϊκής, βυζαντινής κατά το κοινώς λεγόμενο, εποχής. Κάτι τέτοιο η Εκκλησία δεν μπορεί να το δεχθεί. Δεν μπορεί να κηρύττει λόγο ανθρώπων και όχι Χριστού.
Παρεισφρύοντας στην πίστη της Εκκλησίας τα ανθρώπινα δόγματα θα προκαλούσαν αλλοίωση δίχως τέλος. Ο ένας θα δεχόταν την πλατωνική, ο άλλος την αριστοτελική, ο έτερος τη στωϊκή, την επικούρεια προσέγγιση. Ο ένας πιστός θα ήταν οπαδός της φιλοσοφίας του Καντ, ο άλλος του Εγέλου, του Νίτσε, του Χάιντεγκερ, του Σαρτρ και ο δρόμος δεν έχει τέλος. Η Εκκλησία, αντιθέτως, κρατά σταθερή πορεία αγιάζοντας τον κόσμο και τότε και τώρα και πάντοτε!
Συνοψίζοντας θα ήθελα για μία ακόμη φορά να τονίσω τη διάκριση ανάμεσα στη θρησκεία, η οποία δημιουργείται από ανθρώπους, και στην πίστη της Εκκλησίας, η οποία είναι αποκεκαλυμένος λόγος περί του Θεού.

Η αναστήλωση των εικόνων δεν είναι ένα γεγονός που αφορά τους θεολόγους ή τους αγιογράφους, αλλά μία θεολογική νίκη που προστάτευσε την πίστη της Εκκλησίας από επικίνδυνες αλλοιώσεις και ανθρώπινες παρεμβάσεις. Αν δεν είχαν αναστηλωθεί οι εικόνες και δεν είχε επικρατήσει η ορθή πίστη κατά το 843 δεν θα υπήρχε η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού σήμερα. Η εμπιστοσύνη μας στο Θεό θα περνούσε από διαύλους ανθρώπων, οι οποίοι θα την διαμόρφωναν κατά το δοκούν. Την πίστη μας θα προσδιόριζε ο μετά την πτώση άνθρωπος, αμαυρωμένη εικόνα του Πλάστη, και όχι ο σαρκωμένος Υιός και Λόγος του Θεού.
Χρόνια πολλά!