Ετικέτες
Με προτροπή της φίλης και συναδέλφου, φιλολόγου Γιώτας Κεφαλά, διάβασα το «Εις γην Χαναάν» του Ιρλανδού συγγραφέα Σεμπάστιαν Μπάρυ (εκδ. Καστανιώτης).
Πρόκειται για ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο.
Η διήγηση μας μεταφέρει στην Ιρλανδία των αρχών του περασμένου αιώνα σε μία τυπική ιρλανδική οικογένεια, ο πατέρας της οποίας ήταν αξιωματικός της βρετανικής αστυνομίας και εξ ορισμού εχθρός του λαού του, καθώς τότε η Ιρλανδία δεν είχε κερδίσει ακόμη την ανεξαρτησία της και αγωνιζόταν γι’ αυτή. Η αφηγήτρια, το ένα από τα τρία κορίτσια της οικογένειας, αρραβωνιάζεται έναν νέο, ο οποίος και αυτός υπηρετούσε στη Βρετανική Αστυνομία. Η συμμετοχή του σε μία επιχείρηση τον φέρνει αντιμέτωπο με κίνδυνο για τη ζωή τη δική του και της αρραβωνιαστικιάς του με αποτέλεσμα να φύγουν για την Αμερική, κρυφά, αλλά χωρίς αποτέλεσμα τελικά.
Μετά το θάνατό του η Λίλι Μπιρ αγωνίζεται να επιβιώσει στη σκληρή αμερικανική πραγματικότητα και τα καταφέρνει, αλλά με απώλειες. Ο γιος, από τον περίεργο γάμο της με έναν αστυνομικό που την αγαπά αλλά εν τέλει την εγκαταλείπει, γυρίζοντας από το Βιετνάμ παίρνει κατά κυριολεξία τα βουνά. Ο θάνατος του εγγονού της στον πόλεμο του Κόλπου αποτελεί τη θρυαλίδα για την αφήγηση της ηρωίδας και τη συγγραφή του βιβλίου.
Πολλά είναι τα χαρίσματα του έργου.
Συνεχείς ανατροπές που δεν σχετίζονται τόσο με την ιστορία της Λίλι Μπιρ όσο με τις απρόβλεπτες συναισθηματικές καταστάσεις τις οποίες έζησε. Η εναλλαγή των συναισθημάτων σε όλη τη ζωή της είναι συγκλονιστική. Ο Σεβάστιαν Μπάρυ κατορθώνει να παρασύρει τον αναγνώστη με γαλήνιες περιγραφές και με μία λογοτεχνική σκληρότητα να τον σοκάρει με την αλλαγή των γεγονότων.
Παρουσιάζει την αφηγήτρια με λεπτότητα και ευαισθησία βοηθώντας τον αναγνώστη να πλάσει με τη σκέψη του την εικόνα της, την εικόνα μίας καλής, ήσυχης γριούλας η οποία με μία χαλαρότητα αναπολεί τα περασμένα. Τίποτα όμως δεν είναι αναληθέστερο από αυτό! Η ογδονταεννιάχρονη Λίλι περιδιαβαίνει στα μονοπάτια του παρελθόντος για να δικαιολογήσει την απόφασή της να αυτοκτονήσει.
Ο θάνατος του εγγονού της αποτελεί τη σταγόνα που έκανε το ποτήρι της πολυτάραχης ζωής της να ξεχειλίσει. Με αυτή την αφορμή βγαίνει στην επιφάνεια, μέσα από τις σκέψεις, τη διακριτική ειρωνεία και τον λεπτό αυτοσαρκασμό της όλος ο πόνος που είχε συσσωρευτεί μέσα της από τα εφηβικά της χρόνια.
Ο συγγραφέας ακολουθεί διακριτικά το ιστορικό πλαίσιο που καλύπτει τους βίους των ηρώων του, αλλά κατορθώνει να μην μεταφέρει τον αναγνώστη στη θέση μαθητή που του κάνουν μάθημα.
Η μακρά ζωή της αφηγήτριας είναι ένα κουβάρι από αγάπη, προδοσία, καλοσύνη, σκληρότητα και εκπλήξεις, όχι πάντοτε ευχάριστες.
Η όψιμη διαπίστωση ότι ο καλοκάγαθος φίλος και πατριώτης της, κύριος Νόλαν, δολοφόνησε τον αγαπημένο της λειτουργεί λυτρωτικά, καθώς της προσφέρει γνώση, αλλά και εξουθενωτικά, καθώς πλέον τίποτα δεν είναι το ίδιο γι’ αυτή. Χάνει τα τελευταία ψήγματα εμπιστοσύνη στον κόσμο και, πλέον, φαίνεται ότι δεν έχει χρόνο να την ξαναβρεί ή, καλύτερα, μάλλον δεν επιθυμεί πλέον να την ξαναβρεί, αν και υπάρχουν άνθρωποι που τον αγαπούν και τη στηρίζουν. Νιώθει ότι αυτοί που της συμπαραστέκονται το κάνουν από οίκτο και αυτό δεν την ικανοποιεί διόλου . . .
Με τις αναμνήσεις κάνει έναν κύκλο σχεδόν ενενήντα ετών και φιλτράρει τη ζωή της κρατώντας τον πόνο, την απιστία, αλλά και την αγάπη που δέχθηκε, χωρίς να απορρίπτει κάτι από αυτά.
Εντύπωση κάνει στον αναγνώστη ο ζεστός τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας παρουσιάζει τον καλό Έλληνα φίλο της Λίλι. Ευγενικός, διακριτικός και ανθρώπινος.
Αν και δεν έχω διαβάσει το πρωτότυπο κείμενο του Μπάρυ, αισθάνομαι ότι ο μεταφραστής Αύγουστος Κορτώ έκανε εξαιρετική δουλειά διατηρώντας την ευαισθησία, την ποιητικότητα και την εκφραστικότητα του συγγραφέα. Το ελληνικό κείμενο είναι ούτως ή άλλως πολύ όμορφο με πλούσιο λεξιλόγιο.