Ετικέτες
ἔθνος, Άρειος Πάγος, Αθήνα, Εκκλησία, Ιερά Μητρόπολις Κώου και Νισύρου, Κως, Καινή Διαθήκη, Πνύκα, Φαινόμενα και Διοσημεία, Χριστός, απ. Παύλος, γένος
Τό κείμενο πού ἀκολουθεῖ δημοσιεύθηκε γιά πρώτη φορά στό καλοκαιρινό τεῦχος τοῦ ἠλεκτρονικοῦ περιοδικοῦ e-Νῆσος Κῶς (τεῦχος 60, σελίδες 7-9 https://issuu.com/nisoskos5/docs/t_60_-_teliko). Ὁ Ζαχαρίας Κουζούκας, πού εἶναι ὁ ἐκδότης καί ἡ ψυχή του, μᾶς τό προσφέρει ἐδῶ καί ἕνδεκα χρόνια μέ πολύ μεγάλο κόπο, μεράκι καί ἀγάπη στόν τόπο μας καί στήν ἐνημέρωση. Τόν εὐχαριστοῦμε ὄχι μόνο γιά τή φιλοξενία τῶν κειμένων μας, ἀλλά καί γιά ὅσα ὄμορφα καί ἐνδιαφέροντα ὑπάρχουν στίς σελίδες του. Ἡ παροῦσα ἀνάρτηση ἔχει μόνο μία προσθήκη.
Μέ ἀφορμή συζήτηση σέ μέσο κοινωνικῆς δικτύωσης μοῦ ἐτέθη τό ἐρώτημα ποιά εἶναι ἡ διαφορά ἀνάμεσα στήν ἔννοια «Ἔθνος» καί στήν ἔννοια «Γένος». Τό θέμα ξεκίνησε ἀπό τήν παρατήρησή μου ὅτι στήν Κῶ, καί ἐκτιμῶ καί στίς ἄλλες περιοχές πού ἀνήκουν στήν πνευματική δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, γίνεται αὐτή ἡ σημαντική διάκριση, ἡ ὁποία ἀκούγεται συνεχῶς στούς Ἱερούς μας Ναούς ὅταν σέ κάθε σχετική περίπτωση εὐχόμαστε «ὑπέρ τοῦ εὐσεβοῦς ἡμῶν γένους» καί ὄχι «ὑπέρ τοῦ εὐσεβοῦς ἡμῶν ἔθνους».

Καθένας πού δέν γνωρίζει αὐτή τή διάκριση θά ἀναρωτηθεῖ εὔλογα ποιά εἶναι ἡ διαφορά ἀνάμεσα στούς δύο ὅρους καί γιατί στήν πνευματική ἐπικράτεια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου χρησιμοποιεῖται ὁ ἕνας («γένος») καί ὄχι ὁ ἄλλος («ἔθνος»).
Βέβαια, τό θέμα εἶναι πολύ σοβαρό καί ἰδιαιτέρως ἐκτεταμένο, γι᾿ αὐτό στά στενά ὅρια ἑνός περιορισμένου σέ ἔκταση κειμένου, ὅπως τό παρόν, δέν ὑπάρχει ἡ δυνατότητα νά ἀναλυθεῖ παρά μόνο νά γίνουν κάποιες βασικές, ἀλλά ἰδιαιτέρως χρήσιμες διευκρινίσεις.
Ἡ πρώτη παρατήρηση εἶναι ὅτι τό ἔθνος ὁρίζεται βάσει «ἐθνικῶν» κριτηρίων: κοινῆς ἐθνικῆς καταγωγῆς, κοινῆς γλώσσας, κοινῆς γραμμῆς αἵματος, κοινῶν παραδόσεων κ.λπ. Στόν χῶρο καί τή γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἔννοια τοῦ «γένους» εἶναι ἐντελῶς διαφορετική. Τό βασικό κριτήριο εἶναι ἡ συμμετοχή στήν Ἐκκλησία. Βέβαια, σέ δεύτερη φάση, καί ὡς συνέπεια τῆς συμμετοχῆς στήν Ἐκκλησία ἔρχονται καί τά ἄλλα κριτήρια μέ διαφορετική πλέον βαρύτητα καί σημασία.
Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι κατά τήν ἀρχαιότητα, ὅταν τά κριτήρια πού χώριζαν π.χ. τούς Ἕλληνες ἀπό τούς βαρβάρους ἦταν ἡ κοινή πίστη, τό κοινό αἷμα καί ἡ κοινή γλῶσσα, ἡ θρησκεία ἀποτελοῦσε τμῆμα τῆς πολιτικῆς λειτουργίας τῆς πόλεως κράτους ἤ ἀκόμη καί τῶν μικρῶν ἤ μεγάλων βασιλείων. Ἔτσι, εἶναι ἀπολύτως κατανοητό τό ὅτι ἡ θρησκεία καί ἡ ἀνάλογη λατρεία ἀποτελοῦσαν κριτήριο ἐθνικότητας. Μάλιστα, οἱ ἱερεῖς π.χ. τῆς Ἀθήνας ἦταν τοποθετημένοι κρατικοί ἀξιωματοῦχοι πού ἀναλαμβάνοντας τά ἱερατικά καθήκοντα στήν πραγματικότητα ὑπηρετοῦσαν καί ὑπογράμμιζαν τό μεγαλεῖο, τή συνοχή καί τή δύναμη τῆς πόλεως. Ὀφείλουμε νά ἔχουμε ὑπόψη μας ὅτι τό Δωδεκάθεο κατά τήν ἀρχαιότητα εἶχε δεχθεῖ ἔντονη κριτική καί σέ μεγάλο βαθμό λειτουργοῦσε ὡς συνεκτικός κρίκος τῆς πολιτείας ἤ τοῦ βασιλείου καί ὄχι ὡς ἔκφραση τῆς πίστεως καί τῶν μεταφυσικῶν ἀντιλήψεων τοῦ πολίτη.
Μέ τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ καί τή θεμελίωση τῆς Ἐκκλησίας τά πράγματα ἄρχισαν νά λειτουργοῦν τελείως διαφορετικά. Τά λέει τόσο ξεκάθαρα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στούς Ἀθηναίους. Ἐκεῖ, ἀφοῦ διεφώνησε μέ τούς Ἐπικουρείους καί τούς Στωικούς φιλοσόφους, τοῦ ζήτησαν νά μιλήσει στόν Ἄρειο Πάγο, τό πιό ἐπίσημο βῆμα τῆς Ἀθήνας, γιά νά καταλάβουν τί πρέσβευε ἐπιτέλους αὐτός ὁ ἰουδαῖος κήρυκας πού εἶχε ἰουδαϊκή καί ἑλληνική/ἑλληνιστική παιδεία. Μέ ἀφορμή τόν βωμό στόν «Ἄγνωστο Θεό» πού, ἀνάμεσα σέ πολλούς ἄλλους, βρῆκε στήν πόλη ἄρχισε νά τούς μιλᾶ γιά τόν ἀληθινό Θεό. Σέ κάποιο σημεῖο λοιπόν, ἀφοῦ τόνισε ὅτι ὁ Θεός ἀπό ἕναν ἄνθρωπο «ἐποίησεν πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων», προχώρησε τή σκέψη του χρησιμοποιώντας ἕναν στίχο ἀπό τό ἔργο Φαινόμενα καί Διοσημεῖα τοῦ ποιητῆ Ἀράτου ἀπό τούς Σόλους τῆς Κιλικίας (315-240 π.Χ., ἄλλοι τοποθετοῦν τή γέννησή του στήν Ταρσό, ἀλλά μᾶλλον ἐκεῖ ἔζησε γιά λίγο), ὁ ὁποῖος μάλιστα ἐπισκέφθηκε τήν Κῶ γιά νά μαθητεύσει κοντά στόν σοφό ποιητή καί διδάσκαλο Φιλητᾶ. Στήν ὁμιλία του, λοιπόν, χρησιμοποίησε τόν 5ο στίχο ἀπό τό μεγάλο ἀστρονομικό ποίημα τοῦ Ἀράτου. Ὁ στίχος αὐτός, ὅπως καταγράφεται στίς Πράξεις, περιέχει τή φράση «τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν». Ὁ Ἄρατος στούς πρώτους στίχους ἔχει ἤδη ἀναφερθεῖ στόν Δία καί προσπαθεῖ νά δείξει ὅτι καταγόμαστε ἀπό τή θεϊκή γενιά του. Ὁ ἀπ. Παῦλος, δίχως νά διστάσει, χρησιμοποιεῖ τόν στίχο ὡς ἀφετηρία γιά νά τούς πεῖ ὅτι οἱ ἄνθρωποι προέρχονται ἀπό θεϊκή γενιά καί, τότε ἀκριβῶς, συνεχίζει τονίζοντας ὅτι, ἐπειδή καταγόμαστε ἀπό τή γενιά τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ, δέν ἐπιτρέπεται νά νομίζουμε ὅτι ἡ θεότητα εἶναι ἀπό χρυσάφι ἤ ἀσήμι. Συνεχίζει δέ σημειώνοντας ὅτι πλέον ὁ Θεός ἔχει ἀποκαλύψει τόν ἑαυτό του στούς ἀνθρώπους καί ἀπαιτεῖ μετάνοια ἀπό ὅλους, γιατί ἔχει καθορίσει μία ἡμέρα πού θά κρίνει τήν οἰκουμένη μέ δικαιοσύνη, μέσῳ ἑνός ἀνδρός πού τόν ἔχει ὁρίσει γι᾿ αὐτόν τόν σκοπό. Καί γνωρίζουμε ὅτι αὐτός ὁ Θεός εἶναι ὁ κριτής, διότι αὐτόν πού θά κρίνει τήν οἰκουμένη τόν ἀνέστησε ἀπό τούς νεκρούς.

Βλέπουμε ὅτι ὁ ἀπ. Παῦλος, ἄν καί φυσικά δέν ἀναφέρεται ἄμεσα σέ θέματα ἐθνικῆς καταγωγῆς καί ταυτότητας, κάνει μία πολύ ἐνδιαφέρουσα ὑπέρβαση: στόν στίχο Πρ. 17:26 ἀναφερόμενος στά διάφορα ἔθνη καί στή δημιουργία τους ἀπό τόν Θεό χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο ἔθνος, στούς στίχους Πρ. 17:28 καί 29, ἀλλάζει ἐντελῶς τόν τρόπο πού μιλᾶ καί χρησιμοποιεῖ δύο φορές τή λέξη γένος.
Δέν ἀρνεῖται τήν ὕπαρξη ἐθνῶν, ἡ ὁποία ἐξάλλου εἶναι ἀναντίρρητο γεγονός καί, ἐδῶ πού τά λέμε ἡ ἰουδαϊκή θεολογία εἶχε ἐπικεντρωθεῖ σέ αὐτήν ἀκριβῶς τήν ποικιλία τῶν ἐθνῶν, κάνοντας πάντοτε τή διάκριση Περιούσιος Λαός=Ἰσραήλ, ἀπό τή μιά, Ἔθνη=ὅλοι οἱ ἄλλοι λαοί, ἀπό τήν ἄλλη. Πλέον λέγοντας «ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν», δηλαδή μέσα σέ Αὐτόν ζοῦμε καί κινούμαστε καί ὑπάρχουμε, μιλᾶ γιά τήν ἑνότητα τῶν ἀνθρώπων πού προέρχεται ἀπό τήν ἑνότητά τους μέ τόν Θεό, καθώς εἴμαστε γενιά τοῦ Ἀληθινοῦ (Τριαδικοῦ) Θεοῦ.
Αὐτή ἡ ἀρραγής ἑνότητα πού ἦταν δομικό χαρακτηριστικό τοῦ ἀνθρώπου κατά τή δημιουργία του, χάθηκε μέ τήν Πτώση (κι ἔτσι ἀναπτύχθηκαν τά διάφορα ἔθνη μέ πολλές διαφορές μεταξύ τους) καί ἀποκαταστάθηκε μέ τή συγκρότηση τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελώντας τό βασικό χαρακτηριστικό τῆς συμμετοχῆς μας σ᾿ αὐτήν.
Ἔτσι, ὅταν εὐχόμαστε ὑπέρ τοῦ «εὐσεβοῦς ἡμῶν ἔθνους» στήν πραγματικότητα εἶναι σάν νά ἀρνούμαστε τό προνόμιο τῆς συμμετοχῆς στόν ἀνακαινισμένο Λαό τοῦ Θεοῦ, στόν Νέο Ἰσραήλ, στήν Ἐκκλησία.
Γι᾿ αὐτό εἶναι θλιβερό φαινόμενο οἱ ἐθνικές σημαῖες μέσα στούς Ἱερούς Ναούς κατά τή διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας, ὁ «στολισμός» μέ ἐθνικές σημαῖες τῆς Ἁγίας Τράπεζας σέ ἀντικατάσταση τῶν κανονικῶν της ἐνδυμάτων, ἡ ἀνάκρουση, κατά τήν τέλεση Ἀκολουθιῶν ἤ Θείας Λειτουργίας, τῶν ἐθνικῶν ὕμνων καί ἡ παράταξη στρατευμάτων μέσα στούς Ναούς (ὅπως π.χ. γίνεται κατά κόρον στή Ρωσία) κ.λπ.
Ἐπίσης, ἀναίρεση τῆς Οἰκουμενικότητας τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ χρήση τοῦ ἐθνικοῦ προσδιοριστικοῦ ἐπιθέτου πρίν ἀπό τόν ὅρο Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, φαινόμενο πού κατ᾿ ἐξοχήν συναντᾶται στίς ἐθνικά προσδιορισμένες σλαβικές Ἐκκλησίες (π.χ. Σερβική/Ρωσική/Βουλγαρική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κ.λπ.). Αὐτό τό σφάλμα δέν τό διέπραξε ἡ ἑλλαδική Ἐκκλησία καθώς ὁ τίτλος της ὀρθῶς εἶναι «Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος» (δηλαδή ἡ ἐκκλησιαστική δομή ἤ διοίκηση ἐντός τῶν ὁρίων τῆς ἐπικράτειας τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους) καί ὄχι γιά παράδειγμα Ἑλληνική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Στή μέν πρώτη περίπτωση μποροῦν ἀπρόσκοπτα νά συμμετέχουν ὅλοι οἱ βαπτισμένοι κάτοικοι τῆς Ἑλλάδας, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ἐθνική τους καταγωγή, ἐνῶ στή δεύτερη ὅσοι μόνο ἐθνικά προσδιορίζονται ὡς Ἕλληνες.
Μάλιστα, αὐτή ἡ ἐσφαλμένη κυριαρχία τοῦ ἔθνους ἐπί τοῦ γένους φαίνεται ὁλοκάθαρα στίς περιοχές τοῦ Νέου Κόσμου, ὅπου σέ μία πόλη π.χ. τῶν Η.Π.Α. ἤ τῆς Ἀργεντινῆς ἤ ἄλλη, ὑπάρχουν πολλές ἐκκλησιαστικές διοικήσεις καί πολλοί ἐπίσκοποι πού ὁ καθένας ποιμαίνει τούς ὁμοεθνεῖς του διασπώντας ἔτσι τήν ἑνότητα καί καταστρατηγώντας τήν οἰκουμενική διάσταση τῆς Ἐκκλησίας.
Στόν Νέο Κόσμο κανονική δικαιοδοσία ἔχει τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τό ὁποῖο μέ πολλή λεπτότητα καί ποιμαντική εὐαισθησία καλύπτει τίς λειτουργικές ἀνάγκες ὅλων τῶν διαφορετικῶν ἐθνοτήτων πού βρίσκονται ὑπό τή σκέπη του. Μάλιστα, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, μέ μεγάλη φροντίδα καλύπτει τίς λειτουργικές ἀνάγκες τῶν διαφορετικῆς ἐθνικῆς καταγωγῆς πιστῶν πού βρίσκονται ὑπό τήν ποιμαντική του εὐθύνη μέ τή διάθεση κληρικῶν πού τελοῦν τά ἱερά μυστήρια καί τίς ἀκολουθίες σέ διαφορετικές γλῶσσες, ὥστε νά ἀναπαύονται ὅλοι οἱ πιστοί καί νά ἔχουν τή δυνατότητα νά τά ἀκοῦν στή γλῶσσα τους.
Ὅταν εὐχόμαστε ὑπέρ τοῦ «εὐσεβοῦς ἡμῶν γένους» στήν πραγματικότητα δηλώνουμε ὅτι ὅλοι μας, ἀνεξαρτήτως ἐθνικῆς καταγωγῆς ἀνήκουμε στόν Λαό τοῦ Θεοῦ καί εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας.
Αὐτό ἀκριβῶς ἐννοοῦσε ὁ ἀπ. Παῦλος ὅταν λέει ὅτι εἴμαστε γένος τοῦ Θεοῦ. Μάλιστα, ἄν καί εἶχε ἀνατραφεῖ ὡς παραδοσιακός Ἰουδαῖος καί ἦταν πολύ ὑπερήφανος γιά τήν καταγωγή του, ἀντιλαμβάνεται, καί συχνά πυκνά τό θίγει, ὅτι τό νά ἀνήκεις στήν Ἐκκλησία καί νά ὁδηγεῖσαι στή σωτηρία εἶναι πολύ σπουδαιότερο ἀπό κάθε ἐθνική καταγωγή καί προέλευση.
Ἔτσι, ἄν καί κάθε ἄνθρωπος ἀγαπᾶ τήν πατρίδα του καί εἶναι ὑπερήφανος γι᾿ αὐτήν, εἶναι ἀσυγκρίτως μεγαλύτερη ἡ ὑπερηφάνια μας ἐπειδή εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί ἀγωνιζόμαστε γιά τή σωτηρία μέσα σέ αὐτή. Χαρακτηριστικό σχετικό σύγχρονο παράδειγμα τοῦ πῶς ὑπερβαίνει ἡ μετοχή στήν Ἐκκλησία τήν ἐθνική καταγωγή εἶναι νομίζω ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ καί ὁ Γέροντάς του Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης πού ἦταν Ρῶσοι. Ὅμως, ποτέ δέν ἔβαλαν τήν ἐθνική τους καταγωγή ἐπάνω ἀπό τή συμμετοχή τους στήν Ἐκκλησία, τήν ὁποία κατανοοῦσαν καί ἀντιμετώπιζαν ὡς εὐρύτερη καί σημαντικότερη ἔννοια.
Στίς 25 Ἰουλίου 2022 δημοσιεύθηκε στό ἱστολόγιο Ἰδιωτική Ὁδός τοῦ κ. Παναγιώτη Ἀνδριόπουλου κείμενο μέ τίτλο Οἱ μή Ἅγιοι στόν τροῦλο τοῦ Ἁγίου Διονυσίου Πειραιῶς. Σέ αὐτό σχολιάζεται τό γεγονός τῆς ἁγιογραφήσεως στόν τροῦλο τοῦ Ἁγίου Διονυσίου Πειραιῶς σειρᾶς διακεκριμένων Ἑλλήνων (Θεμιστοκλής, Σωκράτης, Λέων Στ’ ὁ Σοφός, Εὐγένιος Βούλγαρης, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Γρηγόριος Δικαῖος (Παπαφλέσσας), Ἰωάννης Καποδίστριας, Ἀθανάσιος Διάκος). Πέρα ἀπό τήν προβληματική αὐτή καθ᾿ ἑαυτή τοποθέτηση μή ἁγίων στόν τροῦλο πού ἐπ᾿ οὐδενί αἰτιολογεῖται (ὑπάρχουν π.χ. ἄλλες περιπτώσεις πού μή ἅγιοι ἔχουν ἁγιογραφηθεῖ στόν νάρθηκα, ὡς κατέχοντες τόν σπερματικό λόγο, δηλαδή ψήγματα τῆς ἀλήθειας) ὑπάρχει καί τό πρόβλημα τῆς ἐθνικῆς ἐπιλογῆς τους, ἡ ὁποία προκρίνει τήν ἔννοια τοῦ ἔθνους ἔναντι τῆς ἔννοιας τοῦ γένους, στήν ὁποία ἤδη ἀναφερθήκαμε. Μάλιστα, ἄν καί αὐτές οἱ μορφές ἀναμφίβολα εἶναι παραδείγματα πρός μίμηση γιά ὅλους μας, τολμοῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ παράθεσή τους σέ τροῦλο ὀρθοδόξου ναοῦ ὑπογραμμίζει τόν κίνδυνο τῆς ἐπικρατήσεως τοῦ ἔθνους ἔναντι τοῦ γένους μέ ὅ,τι αὐτό σημαίνει γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, κάθε ἀνθρώπου σέ ὁλόκληρη τήν Οἰκουμένη…
Σήμερα ὅλοι ὁμιλοῦν γιά κατάργηση τῶν διακρίσεων (καί ὀρθῶς πράττουν). Ἡ Ἐκκλησία, ἀπό τή σύστασή της ὑπερβαίνει τίς διακρίσεις φύλου, γλώσσας, ἔθνους κάνοντας πράξη τήν ἑνότητα πού τῆς χάρισε τό Ἅγιο Πνεῦμα κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.
Αὐτή τήν ὑπέρβαση τῶν ἐθνικά/κρατικά προσδιορισμένων Ἐκκλησιῶν τή ζοῦμε πολύ ὄμορφα στά Δωδεκάνησα, πού εἴμαστε μέν πολίτες τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, ἀλλά ἐκκλησιαστικά ἀνήκουμε καί εἴμαστε ποίμνιο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὅπως καί ὁλόκληρη ἡ Ἑλλάδα κάποτε.