(Η δεύτερη από μία σειρά τεσσάρων αναρτήσεων (η πρώτη εδώ) με κεντρικό θέμα “Προτεσταντισμός και πολιτική στην Ευρώπη”. Το υλικό συγκεντρώθηκε με αφορμή τη συμμετοχή μου σε εκπομπή του Αντώνη Γιαννακόπουλου στο ραδιοφωνικό σταθμό της Εκκλησίας της Ελλάδος)
Μέσα σε ένα πλαίσιο συγκρούσεων, πολέμων, χρήσης στρατευμάτων, βίας και αδικίας, διαφθοράς και απομάκρυνσης από τα ευαγγελικά ιδεώδη ξεκινά η διαμαρτυρία του Γερμανού ιερέα και μοναχού Μαρτίνου Λουθήρου.
Με τις 95 Θέσεις που θυροκόλλησε στις 31 Οκτωβρίου 1517 στον Καθεδρικό ναό της Βιττεμβέργης ανακίνησε τα λιμνάζοντα ύδατα της δυτικής εκκλησίας. Η αφορμή για αυτό το κείμενό του ήταν η πώληση αφέσεων αμαρτιών, τα γνωστά συγχωροχάρτια.
Σκοπός της αρχικής διαμαρτυρίας του Λουθήρου δεν ήταν ούτε να ανεξαρτητοποιήσει τους συμπατριώτες του ούτε, κατά την κρίση μας, να συστήσει μία νέα εκκλησία. Τα πράγματα ήταν πολύ πιο απλά: ήλπιζε να αλλάξουν τα κακώς κείμενα της δυτικής εκκλησίας. Για το λόγο αυτό τον αγώνα του τον ξεκίνησε ως μία διαμαρτυρία μέσα στα πλαίσιά της.
Είναι παράδοξο ότι η παπική αυλή δεν μπόρεσε να διαγνώσει τη δύναμη του διαβήματος του Ρωμαιοκαθολικού θεολόγου και ιερέα, και αντί να προβληματιστεί σοβαρά, προσπάθησε να τον αντιμετωπίσει με κατασταλτικά μέτρα κατά την πάγια πρακτική της.
Με τις 95 Θέσεις, όμως, είχε ανοίξει ο ασκός του Αιόλου. Ξεκίνησε μία διαδικασία, η οποία δεν μπορούσε να αποτραπεί με αφορισμούς ούτε να αντιστραφεί με παπικά δικαστήρια και διώξεις. Υπήρξαν Γερμανοί ηγεμόνες, οι οποίοι στήριξαν τον ίδιο και την προσπάθειά του, αρχικά για αποκάθαρση του ρωμαιοκαθολικισμού από «αμαρτίες» αιώνων, και στη συνέχεια για θρησκευτική, αλλά και πολιτική ανεξαρτησία από την εξουσία του Πάπα. Το ενδιαφέρον της πλειοψηφίας των ηγεμόνων δεν σχετιζόταν με τις θρησκευτικές θέσεις του Γερμανού ιερωμένου, αλλά άδραξαν μία χρυσή ευκαιρία για να ενισχύσουν, σε κάποιες περιπτώσεις, και να πετύχουν, σε άλλες, την εθνική και πολιτική ανεξαρτησία τους!
Η Μεταρρύθμιση αποτελεί την αφορμή για την αλλαγή των πολιτικών και εθνικών σχέσεων στην Ευρώπη. Το κέντρο των πολιτικών εξελίξεων παύει να είναι πλέον η Ρώμη, η παπική αυλή, και μετατοπίζεται στις αυλές των Γερμανών, Γάλλων, Άγγλων, Ισπανών και Ιταλών ηγεμόνων.
Με τη δράση του Λουθήρου αφυπνίζεται η εθνική συνείδηση των γερμανικών φυλών και αρχίζουν να λειτουργούν με μεγαλύτερη αυτονομία-ανεξαρτησία.
Βασική αρχή του Προτεσταντισμού για την πολιτική είναι η αντίληψη ότι υπάρχουν δύο διακριτές εξουσίες (χρησιμοποιώ η λέξη «εξουσία», όχι γιατί η Εκκλησία είναι μία μορφή εξουσίας, αλλά για το λόγο ότι στη Δύση ως τέτοια παρουσιάστηκε και ως εξουσία λειτούργησε): η θρησκευτική και η πολιτική. Πρέπει να είναι αυτόνομες και κατά τη λειτουργία τους να διατηρούν αυτή την αυτονομία.
Ας δούμε όμως, πως λειτούργησε η θρησκευτική και πολιτική εξουσία στο Βυζάντιο. Σε αυτό, παρά τα κατά καιρούς προβλήματα, στις σχέσεις κυριάρχησε η συνεργασία, η οποία εκφράζεται συνήθως με τον όρο συναλληλία, με κύριους άξονες τους εξής: η Εκκλησία βρισκόταν υπό την προστασία του κράτους, ο αυτοκράτορας ήταν εγγυητής αυτής της προστατευτικής σχέσης, διατηρούνταν η αυτονομία, αποφεύγονταν οι εκατέρωθεν επεμβάσεις, το έργο και η πολύπλευρη προσφορά της Εκκλησίας ήταν σεβαστά. Μάλιστα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το έργο της Εκκλησίας εθεωρείτο σημαντικότερο από αυτό της πολιτείας, καθώς οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας είχαν την πεποίθηση ότι οδηγούσε στη σωτηρία. Η αντίληψη αυτή κυριαρχεί χωρίς να δημιουργηθούν συγκρούσεις και να εκδηλωθούν έντονες προσπάθειες επιβολής.
Αντιθέτως, στη Δύση, η Εκκλησία θεωρεί τον εαυτό της ανώτερο από την κοσμική εξουσία, αλλά με απαίτηση επιβολής.
Στο χώρο του Προτεσταντισμού έχουμε ριζική διάκριση των δύο εξουσιών. Οι δύο χώροι πρέπει να διατηρούν μία επαφή (π.χ. οι κοσμικοί ηγεμόνες οφείλουν να ενδιαφέρονται για τις υποθέσεις της εκκλησίας), αλλά οι δύο εξουσίες πρέπει να διατηρούν την αυτονομία τους, χωρίς να μετατρέπεται η πίστη σε μία αποκλειστικά ιδιωτική υπόθεση. Ιδιαίτερα σημαντική συνεισφορά του Λουθήρου προς την κατεύθυνση την ενίσχυσης της ανεξαρτησίας των συμπατριωτών του είναι η μετάφραση της Αγίας Γραφής στα γερμανικά (1530). Η μετάφραση αυτή θεωρείται το πρώτο κείμενο της γερμανικής φιλολογίας και γνώρισε αλλεπάλληλες εκδόσεις. Όποιος είχε την οικονομική δυνατότητα ήθελε να την αποκτήσει και να την μελετήσει.
Η προσπάθειά του αυτή είναι πολύ σπουδαία καθώς έτσι το κείμενο της Αγίας Γραφής έγινε προσιτό σε κάθε Γερμανό που απλώς γνώριζε να διαβάζει. Μέχρι τότε για να διαβάσει κάποιος την Αγία Γραφή έπρεπε να γνωρίζει Λατινικά, κάτι που ήταν σχεδόν αδύνατο, πέρα από τους ευγενείς και κάποιους κληρικούς. Ας μη λησμονούμε ότι βρισκόμαστε σε μία εποχή που ακόμη και η απλή ανάγνωση ήταν εξαιρετικά σπάνια. Κατά συνέπεια, η μελέτη της Αγίας Γραφής γινόταν σχεδόν αποκλειστικά στη δημόσια λατρεία και η ερμηνεία της περνούσε από το φίλτρο των παπικών κηρύκων, οι οποίοι πολύ συχνά την ερμήνευαν κατά το δοκούν.
Όπως η διατήρηση της χρήσης των λατινικών ήταν μία επιτυχία του Βατικανού στον αγώνα του με τους διαφόρους ηγεμόνες, η γερμανική μετάφραση λειτούργησε αντίστροφα: έδωσε ώθηση στις φυγόκεντρες τάσεις τους.
Σε αυτό το ασταθές πολιτικό πλαίσιο ήταν αναμενόμενο ότι η επικράτηση της διαμαρτύρησης δεν θα ήταν απρόσκοπτη. Πραγματικά, μέχρι να επιτραπεί η ελεύθερη άσκηση της λατρείας και η διάδοση της πίστης των διαμαρτυρομένων, εμφανίστηκαν πολλά προβλήματα και χύθηκε πολύ αίμα σε μία σειρά θρησκευτικών πολέμων που αιματοκύλισαν την Ευρώπη για ένα διάστημα περίπου 130 ετών.