Χριστός Ἀνέστη!
Εἶναι πραγματικά ἐντυπωσιακός ὁ τρόπος πού ἡ ἐκκλησιαστική παράδοση κατανόησε καί κατανοεῖ τήν ἔννοια τῆς μαρτυρίας καί πῶς τήν ἐνσωματώνει στή διδασκαλία καί στήν κατήχηση. Ἔχοντας μία πρωτόγνωρη δυναμική λειτουργεῖ ὡς φίλτρο τό ὁποῖο ἀπορρίπτει κάθε τι μή σημαντικό καί ἀναγκαῖο καί προβάλλει, διατηρεῖ καί ἀξιοποιεῖ τά ἀναγκαῖα στοιχεῖα πρός ὄφελος τῶν πιστῶν καί τῆς πνευματικῆς τους πορείας.

Ἐφέτος (2022) ἡ Κυριακή τῶν Μυροφόρων συνέπεσε μέ τήν ἑορτή τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου Ἐνδόξου Ἀποστόλου καί Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου (8 Μαΐου). Γι᾿ αὐτόν τόν λόγο κατά τή Θεία Λειτουργία ἀναγνώσθηκε ὡς ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ἡ ἀρχή τῆς Α΄ Καθολικῆς Ἐπιστολῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου (στίχοι 1-7), ἀντί γιά τό ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τῶν Μυροφόρων πού εἶναι τό Πράξεων 6:1-7, τό ὁποῖο ἀναφέρεται στήν ἐκλογή τῶν ἑπτά διακόνων. Στό ἀπόσπασμα τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου πού ἀναγνώσθηκε κυριαρχεῖ ἕνα στοιχεῖο, τό ὁποῖο θεωροῦμε ὅτι εἶναι τό βασικό χαρακτηριστικό καί τῆς εὐαγγελικῆς διηγήσεως (Εὐαγγέλιο εὐαγγελιστοῦ Μάρκου στίχοι 15:43-16:8) γιά τήν ἐπίσκεψη τῶν Μυροφόρων στό Μνῆμα τοῦ Κυρίου. Καί τά δύο κείμενα ἑστιάζουν στή σπουδαιότητα καί στήν ἰδιαίτερη ἀξία τῆς ἄμεσης μαρτυρίας τους τήν ὁποία καταθέτουν στήν Ἐκκλησία, καί μέσῳ αὐτῆς στό σύνολο τῶν ἀνθρώπων, γιά τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου.
Θυμᾶμαι πέρσυ, ὅταν λόγῳ τῶν περιορισμῶν στήν κυκλοφορία, ἡ παννυχίδα τῆς Ἀναστάσεως ἑορτάσθηκε νωρίστερα πολλοί, ἐσφαλμένα, εἶπαν ὅτι ἡ ὥρα τῆς Ἀναστάσεως εἶναι ἡ δωδεκάτη νυκτερινή. Φυσικά, αὐτό εἶναι λάθος! Δέν γνωρίζουμε τήν ἀκριβῆ ὥρα πού ἔγινε ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Μάλιστα, ὅταν ὁλόκληρη ἡ ζωή τοῦ Κυρίου, ἰδιαιτέρως δέ τά χρόνια τῆς δημόσιας δράσεώς του ἦταν ἐνώπιον ὅλων, ἀγαπώντων καί μισούντων, Ἰουδαίων καί Ρωμαίων, μαθητῶν καί κατηγόρων, ὅταν ἡ προδοσία, ἡ σύλληψη, ἡ δίκη, ἡ σταύρωση καί ἡ ἀποκαθήλωση ἔγιναν δημοσίως, ὅταν ἀκόμη καί τόν Τάφο Του φρουροῦσαν ἄνθρωποι αὐτῶν πού τόν καταδίκασαν μοιάζει περίεργο νά μήν ἔχουμε ἄμεση μαρτυρία τῆς Ἀναστάσεως. Ἔτσι ὅμως εἶναι τά πράγματα…
Κι ἐδῶ ἔρχεται ἡ ἐμπειρία τῶν Ἀποστόλων (ὅλων: Μαθητῶν καί Μυροφόρων), τήν ὁποία γνωρίζουμε, ζοῦμε καλύτερα, μέσα στήν Ἐκκλησία. Δέν εἶδαν τή στιγμή τῆς Ἀναστάσεως, ἀλλά εἶναι μάρτυρες τῶν συνεπειῶν της. Καί μάλιστα, ἔχουν ἀπόλυτη συνείδηση τοῦ πράγματος καί τό δηλώνουν εὐθαρσῶς πρός πάντες: αὐτή εἶναι ἡ συνεισφορά τους στήν παγκόσμια ἱστορία.
Δέν εἶναι τά κείμενά τους, δέν εἶναι τά θαυμαστά σημεῖα πού ἔπραξαν, δέν εἶναι ἡ ἀγάπη τους, δέν εἶναι οἱ κόποι τους γιά τή διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου, δέν εἶναι τό μαρτύριό τους. Ὅλα αὐτά ἔχουν νόημα μόνο ἐάν τά προσεγγίσουμε μέ ἀφορμή καί ἀφετηρία τήν Ἀνάσταση. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, πού εἶχε ἀφιερώσει τή ζωή του σέ ὅλα τά παραπάνω τό λέει μέ τή μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια: «Εἰ δέ Χριστός οὐκ ἐγήγερται, κενόν ἄρα τό κήρυγμα ἡμῶν, κενή δέ καί ἡ πίστις ὑμῶν» (Α΄ Κορ. 15:17). Τό θεμέλιο καί ἡ προοπτική τῆς πίστεώς μας εἶναι ἡ Ἀνάσταση καί μόνον ἡ Ἀνάσταση.
Καί σέ αὐτό τό σημεῖο συγκλίνουν τά δύο σημερινά ἀναγνώσματα. Στό μέν ἀποστολικό ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ξεκαθαρίζει καί δηλώνει μέ κάθε σαφήνεια ὅτι αὐτό πού αὐτός καί οἱ λοιποί κήρυκες μεταφέρουν στό ἀκροατήριό τους εἶναι ἡ ἐμπειρία τους ἀπό τόν Ἀναστημένο Χριστό. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τίς Μυροφόρες, οἱ ὁποῖες δέν εἶδαν τή στιγμή τῆς Ἀναστάσεως, ἀλλά ἀπέκτησαν ὡς αὐτόπτες καί αὐτήκοοι μάρτυρες τήν πείρα της. Ὁ μεγάλος λίθος τοῦ μνημείου εἶχε μετακινηθεῖ. Ἄγγελος καθόταν στά δεξιά φορώντας λευκή στολή. Τούς μίλησε καί τούς ὑπέδειξε νά ἐξετάσουν τόν χῶρο, τούς ἔδειξε πρός τό σημεῖο πού οἱ ἴδιες εἶχαν ἀποθέσει πρό ἡμερῶν τό νεκρό σῶμα τοῦ διδασκάλου ὅπου, πλέον, δέν ὑπῆρχε τίποτα…
Οἱ ἐκπλήξεις δέν σταμάτησαν ἐκεῖ. Ὁ ἄγγελος συνέχισε λέγοντας ὅτι πρέπει νά ἐνημερώσουν τούς μαθητές ὅτι θά βρεθοῦν μέ τόν δάσκαλό τους στή Γαλιλαία, ὅπου θά συναντηθοῦν, ὅπως ἀκριβῶς τούς εἶχε πεῖ.
Ἡ ροή τῶν γεγονότων, ἀπό τή σύλληψη καί μετά, συμπληρώνεται ἀπολύτως ὁμαλά ἀπό τήν ἐμπειρία τοῦ κυριακάτικου πρωινοῦ: γνώριζαν τί εἶχε συμβεῖ, τόν εἶχαν κατεβάσει ἀπό τόν Σταυρό, τόν εἶχαν κηδεύσει, τόν εἶχαν κλάψει καί ξαναπήγαιναν στό μνῆμα γιά τά περαιτέρω. Φθάνοντας ὅμως ἀντίκρυσαν μία ἀνατροπή. Μᾶλλον, τή μεγαλύτερη ἀνατροπή τῆς ἱστορίας. Αὐτή τήν ἀνατροπή δέν τήν ἔμαθαν συζητώντας μέ κάποιον γνωστό τους, δέν τήν πληροφορήθηκαν ἀπό κάποιο κείμενο, δέν τήν γνώρισαν ὡς λαϊκό θρῦλο, ὡς λαϊκή παράδοση. Τήν ἀντίκρυσαν μέ τά μάτια τους, τήν ἄκουσαν (ἀπό τό στόμα τοῦ ἀγγέλου) μέ τά αὐτιά τους κι αὐτό μετέφεραν στούς μαθητές καί σέ ὅλους ἐμᾶς.
Ἔτσι, ἡ βάση τῆς πίστεώς μας, ἡ καρδιά τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, ἡ ὑπόσταση τῆς Ἐκκλησίας ἑδράζεται στή μαρτυρία τῶν Μυροφόρων, ἔχει ὡς ἀφετηρία τήν ἐμπειρία τους.
Γι᾿ αὐτό, ἀμέσως μετά ἀπό τή μαρτυρία τοῦ Ἀποστόλου Θωμᾶ, ἀκολουθεῖ λειτουργικά (μία Κυριακή μετά), ἀλλά προηγεῖται θεολογικά (ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς δέν καλεῖται νά ἐνημερώσει κάποιους) ἡ μαρτυρία τῶν Μυροφόρων γυναικῶν, πού ὄχι χωρίς λόγο, ἀλλά μέ πλήρη ἐπίγνωση καλοῦνται καί εἶναι Ἀπόστολοι τῶν Ἀποστόλων. Νομίζω ὅτι σήμερα δέν εἴμαστε σέ θέση νά κατανοήσουμε τήν πρωτοφανῆ ἔκπληξη τῶν μαθητῶν καί τοῦ Πέτρου, ὅταν δέχθηκαν ὁδηγίες γιά συνάντησή τους μέ τόν διδάσκαλό τους μέσῳ μίας ὁμάδας γυναικῶν, σέ μία ἐποχή πού ἡ θέση τῆς γυναίκας ἦταν δραματικά ὑποβαθμισμένη, ἡ γυναῖκα δέν εἶχε νομική ὑπόσταση καί ἡ μαρτυρία της δέν ἐθεωρεῖτο ἀξιόπιστη οὔτε κἄν στά δικαστήρια…
Ἀπό τήν πρώτη αὐτή ὁδηγία ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ὁ χριστιανισμός θά ἔφερνε τά πάνω κάτω στόν κόσμο μας καί θά στόχευε ἰδιαιτέρως στήν ἀλλαγή πολλῶν τραγικά ἐσφαλμένων ἀντιλήψεων καί δεδομένων. Βέβαια, αὐτή ἡ πρωτόγνωρη δυναμική, σπανίως ἀξιοποιήθηκε μέ ἀποτέλεσμα νά διαιωνίζονται καταστάσεις καί ἀντιλήψεις, πού νομίζουμε ὅτι συνάδουν μέ τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας (παλαιότερα πολύ περισσότερο) ἐνῶ στήν πραγματικότητα δέν ἔχουν καμία σχέση μέ αὐτή, ἀλλά ἀλλοιώνουν καί διαστρέφουν τό μήνυμα καί τήν οὐσία τῆς Ἀναστάσεως.